
LIMBO
Στο φως του ήλιου τις ακτίδες
μέσ’ απ’ τα σύννεφα, πατέρα
κατόρθωσα να δω ότι περιέβαλε και τη στιγμή.
Χρόνια μετά, όταν κανείς δεν γκρέμιζε τα τείχη
ξεπήδησε η κραυγή’ κανείς δεν ήταν
κι ευτυχώς εσύ στο φράγμα έκτισες ένα αυτί’
με στόμα που τις λέξεις του εσμίλευε
γενέθλια νύχτα.
*
ΝΥΧΤΑ
Ποιος παίζει το παιχνίδι με την άνοιξη;
Πετιέται η φωνή από τη λόχμη το απόβραδο, βαδίζει εξόριστη.
Όμως φωνή και λέξη σταυρώνονται’ απόηχος που
σβήνει στην κοιλιά του κήτους.
Ανοίγουν δρόμο με το ξίφος σταθερά.
Με απόφαση χωρίζουν καλαμιές και στάχυα.
Μιμούνται τη γενναιότητα των ζώων
πλαγιάζουν δίπλα.
*
ΑΜΜΟΣ
Μη μ’ αφήνεις μόνο στην αγαπητή κόλαση.
Τι να πω τώρα βυθισμένος με το όχι να
εκσφενδονίζεται απ΄ το τρύπιο μου στόμα.
Ήσουν εσύ την χαραυγή.
Γι’ αυτό είχα επιμείνει
Γι’ αυτό έγραψα γράμματα
-θηλυκό γουρούνι-
που άφησα στις τσέπες
του πεθαμένου.
Ούτε μια φορά αυτή
ούτε…
View original post 12 more words