καθώς θ’ ανασκαλεύετε τα πετρωμένα πια,
σημερινά κουράδια,
τα σκοτάδια των δικών μας ημερών αναξετάζοντας, ίσως
σας έρθει και για μένα να ρωτήσετε. Και ίσως
ο σοφός της εποχής, της φιλομάθειάς σας αντικρούοντας το χείμαρρο,
με την πολλή του γνώση, σας πει πως ναι, υπήρξε κι ένας τέτοιος βάρδος του
βραστού νερού και τ’αβραστου εχθρός αμείλικτος.
Προφέσσορα, βγάλε το ποδηλατάκι των γυαλιών σου! Εγώ ο ίδιος θα μιλήσω για
τον καιρό μου και για μένα.
Είμαι λοιπόν ένας βοθροκαθαριστής και νερουλάς, εκεί
η επανάσταση με έταξε και η συνείδησή μου
στο μέτωπο επήγα να καταταχτώ – την υψηλή αφήνοντας ανθοκομία
της ποίησης,
κυράς στριμμένης,
άλλο δεν ξέρει παρά τον κήπο της να χαίρεται, και την κορούλα της και τη
βιλίτσα και τη λιμνίτσα
και τις πρασιές: “Μόνη μου τα φύτεψα, μόνη τα ποτίζω” […]
——————————–
Και μένα θα μου άρεσε – θά’ βγαινε και το παραδάκι – ρομάντζες να καθόμουν
View original post 246 more words