Μέσα σε μια μεγάλη κάμαρα ακατοίκητη, κρεμόταν από χρόνια, ένας παλιός καθρέφτης με χρυσή κορνίζα. Στην κάμαρα εκείνη δεν έμπαινε κανείς. Πετούσαν ανάκατα εκεί μέσα ό,τι άχρηστο και παλιωμένο — λάμπες, πολυθρόνες, κηροπήγια, τραπεζάκια, πορτρέτα πατρογονικά κι άλλα καθαιρεμένων στρατηγών, ποιητών, φιλοσόφων, ανθοδοχεία κρυστάλλινα με παράξενα σχήματα, τρίποδες, μπρούντζινα μαγκάλια, μεγάλες προσωπίδες, γύψινες, μετάλλινες, κι άλλες μικρές από μαύρο βελούδο, ταριχευμένα κεφάλια ελαφιών κι άγριων ζώων, ταριχευμένα πολύχρωμα πουλιά, γαλάζια και χρυσά, με γαμψά ράμφη —τ’ όνομά τους δεν το ’ξερα— κρεμάστρες, πανοπλίες, κονσόλες και βαριά παραπετάσματα σε πορφυρό συνήθως ή βαθυπράσινο χρώμα. Ήταν εκεί το καταφύγιό μου.
The old mirror with the gold frame hanged, for years, in
a big unoccupied room into which no one ever went. They
used to throw everything useless and old in there: lamps,
armchairs, candlesticks, small tables, family portraits,
and other portraits of retired generals, poets, philosophers,
crystal vases with strange shapes, tripods, bronze heaters,
big clay, or metal masks, and other small masks made
of black velvet, stuffed deer heads and other wild animals,
colorful birds, light-blue, golden with talons and beaks,
I don’t remember their names, hangers, armories, consoles
and heavy partitions in purple or dark green color. There
Άνοιγε κόκκινο στη μνήμη:
μία ρωγμή στο τρυφερό
κουφάρι ενός κορυδαλλού.
α’
Δεν ήθελα να ξέρω τ’ όνομά της-
χαμογελούσε κ’ έπεφταν
στο πάτωμα τα δόντια
μιλούσε και το στόμα της μάτωνε λάθη.
Ένα κορίτσι στην κόλαση,
κάποτε μού συστήθηκε. Φορούσε
κάτασπρη τη γλώσσα και κρατούσε
το χέρι μου στο χέρι.
Έψαχνα στα τυφλά
τον δρόμο για την επομένη.
β’
Λίγο τα πριν μεσάνυχτα
και πίσω απ’ την κουρτίνα
ντυνότανε χοντρό κόκκινο δέρμα,
χτένιζε τα μαλλιά
κι άνοιγε το παράθυρο στο μέσα σπίτι
κ’ έτρεχε νύχτα.
“Τίποτα δεν είναι τυχαίο”, μονολογούσα,
“τίποτα”, και σηκωνόμουν το πρωί
με πόνους στο σαγόνι.
γ’
Τραβιόταν η Δ. στη γωνία
-τα πόδια της ως τον μηρό στην πίσσα-
γονάτιζε και σήκωνε τα μαλλιά
και τίναζε τ’ άστρα απ’ τον αυχένα.
Σαν να ‘νιωθα τι είχε συμβεί-
ξερίζωνα τ’ άσπρα κυκλάμινα
που είχαν προλάβει να φανούν
κάτω απ’ τη γλώσσα μου.
Μαύρη γάτα γυαλιστερή
λάγνα σα μάτι
κατοικίδιο
εσύ ελεύθερο
στην ηδονή έχεις
μιαν ανάσα αλλόκοτη
ήμερη ήμερη ήμερη
η ράχη σου βρίσκει
μες στο δωμάτιο
όλα τα λησμονημένα χάδια
κι αν δοκίμαζα με σένανε
τα ξόρκια μου
κι αν σε ονομάτιζα
Γριγρίτσα μου γυαλιστερή
εσύ ελεύθερη
όχι καλύτερα
να σε πω Γριγρία
γυαλιστερή μου λάγνα
Γριγρία
μαύρη σα μάτι
παίζεις καθώς γράφω
ψευτοδαγκάνεις το στιλό μου
Γριγρία λεβεντιά
ξένοιαστα ζυγώνεις
τη μελάνη ή το λόγο
παραφυλάς το θάνατο καμιά φορά
μα ποτές το ρήμα πεθαίνω
***
Πρωί
Θυμήθηκε τα γριγριά
που αντιλαλούν και φέγγουνε
σε μεγάλη διαδρομή καημών
από τον εαυτό της
μακριά στα νερά τής Βάρκιζας
όμως έσερνε μαζί έναν στίχο
τα γριγριά αντιλαλούν και φέγγουν
μην επιμένεις εδώ
ισχνή μου λέξη γριγριά
τα γάμμα-ρο και τα γιώτα
δε φωτάνε κανένα βυθό
δε βαράνε γδούπους πάνω στη θάλασσα
μηδέ τα συνερίζεται ο μπάτης
όταν ξεμουδιάζει το πρωινό και…