Αντρέ, εγώ δεν ήθελα να έρθω να μείνω στο διαμέρισμά σου στην οδό Σουιπάτσα. Όχι τόσο για τα κουνελάκια, μάλλον επειδή με θλίβει να εισέρχομαι σε μια τάξη κλειστή, εγκαθιδρυμένη ως τα πιο λεπτά πέπλα του αέρα, αυτά που στο σπίτι σου διατηρούν τη μουσική της λεβάντας, το φτερούγισμα μιας πουδριέρας σε σχήμα κύκνου, το παιχνίδι του βιολιού και της βιόλας στο κουαρτέτο του Ραρά. Με πικραίνει να μπαίνω σε έναν χώρο όπου κάποιος που ζει ωραία έχει τακτοποιήσει τα πάντα σαν μια ορατή επανάληψη της ψυχής του, εδώ τα βιβλία (από τη μια μεριά τα ισπανικά, από την άλλη τα γαλλικά και τα αγγλικά), εκεί οι πράσινες μαξιλάρες, σε αυτή τη συγκεκριμένη θέση στο τραπεζάκι το κρυστάλλινο τασάκι που μοιάζει με κομμένη σαπουνόφουσκα, και πάντα ένα άρωμα, ένας ήχος, φυτά που μεγαλώνουν, μια φωτογραφία του πεθαμένου φίλου, τελετουργικό δίσκων με τσάι και λαβίδες για τη…