Wheat Ears – Selected Poems

Hat

He dons his hat peers outside

at darkness under clouds

laughter staggers like

it craves light from under rock

Look up he said the geese show a path

toward the same direction

keep your hat on and your arms

keep them open a wish may

embrace you or smiling passion

kiss before you run into

the ambush pain

of having a hat on

under lead clouds

and the sun hiding behind

https://www.amazon.com/dp/B0BKHW4B4S

Επιπλέον υπόλοιπα συγκέντρωσης

Το κόσκινο's avatarTo Koskino

Του Γιάννη Λειβαδά*

Δεν είναι μόνο θρήνος για το χυμένο γάλα, μα θρήνος για ένα χυμένο γάλα το οποίο υπάρχει μόνο επειδή χύθηκε, εάν δεν χυνόταν δεν θα υπήρχε. Αυτό περιγράφεται από πολλούς, αν όχι σχεδόν απ’ όλους πλέον, ως «έκφραση του πνεύματος της εποχής» καθώς επικρατεί η εντύπωση πως το πνεύμα της εποχής χρειάζεται φερέφωνο ή τηλεβόα, πως δεν εκφράζεται ολοκληρωτικά δίχως τη συνδρομή ενός ποιητή, λες και το πνεύμα κάθε εποχής δεν είναι παρά μια μετάβαση από το υποσχόμενο στο ανεπαρκές.

Ο τόπος είναι γεμάτος από ανθρώπους που υπερασπίζονται την αφοσίωσή τους, που αφήνουν το δικό τους «λιθαράκι». Με αυτά τα λιθαράκια λιθοβολείται η ποίηση. Ο εσμός της μετριότητας διαθέτει τους δικούς του δοκησίσοφους οι οποίοι εναντιώνονται σε κάθε μετριότητα που αποσπά τον έπαινο από τη μετριότητα. Θηριοδαμαστές σκιών προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους και τους άλλους πως ό,τι περνά απ’ το μυαλό τους είναι πνευματική σύλληψη…

View original post 1,413 more words

Yannis Ritsos – Poems, Volume II

ΦΑΙΔΡΑ/PHAEDRA

(Απόσπασμα-Excerpt XLΙΙ)

Τί απόμεινες έτσι σαν πετρωμένος σε μια στάση αποδοκιμασίας
κι ίσως με μια έκφραση μυκτηρισμού και σπιλωμένης αγνότητας. Πήγαινε τώρα
να πλύνεις τον ιδρώτα και τη σκόνη των λαμπρών, μοναχικών κυνηγιών σου. Τη λάμπα
δεν την ανάβω. Πήγαινε. Ω, ναι, κι απόψε, όπως πάντα,
πολύ θα το ’θελα να σε οδηγήσω εγώ στο λουτρό, να σε πλύνω
με τα ίδια τα χέρια μου — να σε γνωρίσουν τα χέρια μου. Το κορμί σου
καλά το ξέρω, σαν ποίημα αποστηθισμένο
που διαρκώς το ξεχνώ, — το πιο άγνωστο πράγμα του κόσμου
το πιο ευμετάβλητο κι ασύλληπτο είναι τ’ ανθρώπου σώμα — ποιός μπορεί να το μάθει;

Ακόμη και τ’ αγάλματα, παρότι ασάλευτα, παρότι
τόσες και τόσες φορές ιδωμένα κι αγγιγμένα, νομίζεις πως είναι
ρευστά κι αυτά, κυμαινόμενα· — σου διαφεύγουν. Όταν κλείνεις τα μάτια
δε σου είναι δυνατό να τ’ αναπλάσεις με ακρίβεια, να τ’ ανασυγκροτήσεις. Η Τροφός
χιλιάδες φορές, με κάθε λεπτομέρεια μου ’χει ιστορήσει το κορμί σου. Συχνά, αφηρημένη,
σε σχεδιάζω ολόγυμνον στο πίσω μέρος στα πακέτα των τσιγάρων μου. Ύστερα
γεμίζω το σχέδιο με μικρές μαργαρίτες, για να σε κρύψω,
κι είναι σα να σκεπάζω έναν ωραίο νεκρό με λουλούδια.

How have you become so petrified in your disapproval

and perhaps with an expression of irony and dishonored

innocence.  But go now to clean the sweat and dust off your

fine, lonely hunts. I don’t light the lamp. Go. Oh, yes,

and tonight, as always, I’d love to take you to the bath, to wash you

with my own hands, that my hands become familiar with you.

I know your body well, like a poem I can recite off by heart,

and which I always forget, the most unknown thing of the world,

the most changeable, inconceivable human body — who can

get familiar with it?   

Even the statues, which although motionless have been

seen and touched, you think they’re fluid, undulating,

they escape you. When you close your eyes you can’t

replicate them accurately, you can’t re-establish. The maid

has described, a thousand times, your body in detail. Often,

absentmindedly, I draw your naked likeness on the back

of my cigarette package. Then I fill the rest of the space

with tiny daisies, just to hide you, and it’s as if to cover

a beautiful dead person with flowers.

https://www.amazon.com/dp/B0851M9LTV