ΤΑ ΥΨΗ ΤΟΥ ΜΑΤΣΟΥ ΠΙΤΣΟΥ — ΑΝΑΛΥΣΗ του ΜΑΝΩΛΗ ΑΛΥΓΙΖΑΚΗ
Γύρω στη μέση της ποιητικής του δημιουργίας ο Πάμπλο Νερούδα έκδοσε τη συλλογή “Tα Ύψη του Μάτσου Πίτσου” χώρος που είχε επισκευθεί δύο χρόνια πριν το φθινόπωρο του 1943. Το μικρό αυτό βιβλίο αποτελείται από μόνο δώδεκα ποιήματα και είναι η αντίδρασή του για την εμπειρία που βίωσε στην κορφή του παλατιού των Ίνκας. Όταν ο Νερούδα έφτασε στο Μάτσου Πίτσου, διαπίστωσε ότι χώρος πήρε τη μορφή από την οποία όλα τα υπόλοιπα στη ζωή του απόκτησαν νόημα συμπεριλαμβανομένης όλης της ηπείρου απ’ όπου κατάγεται ο ποιητής και κατ’ επέκταση η ζωή του που πέρασε αυτή που ζεί τώρα αλλά και η μελλοντική.
Το όνομα του χώρου παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο έκτο ποίημα. Τα πέντα πρώτα αναφέρονται στη ζωή του ποιητή όταν έψαχνε για κάποιο νόημα στη ζωή του και κάτι στο οποίο να εστιαστεί. Απ’ το έκτο ποίημα και μετά ο Νερούδα προσπαθεί να πιάσει το νόημα της συναισθηματικής του αντίδρασης στο τί αντίκρυσε και στο τί ένιωσε όταν επισκεύτηκε την ουράνια πόλη.
Ό,τι έχει γράψει ως τώρα ξαφνικά παίρνει νόημα και όσα παλαιώτερα του φαίνονταν αταίριαστα τώρα, μετά την επίσκεψή του στο Μάτσου Πίτσου, όλα αποκτούν σημασία και έχουν κάποια αδιάσπαστη σχέση με όλη του τη ζωή έως τώρα ακόμα και με τα μέλλοντά του χρόνια. Τα πρώτα πέντε ποιήματα αποτελούν μια γενική επισκόπηση της διάθεσης του ποιητή, του περιβάλοντος μέσα στο οποίο ζει, την ένταξή τους στο χώρο με εικόνες που υφαίνονται σ’ ένα περίπλοκο υφάδι του μικρού αυτού σε έκταση βιβλίου.
Κι ο λόγος είναι γιατί όταν στέκεται πάνω στην κορφή του κόσμου στο Μάτσου Πίτσου όχι μόνο τα στοιχεία της φύσης αλλά και ο άνθρωπος αποκτούν μια υπέρτατη σπουδαιότητα καθώς ατενίζει προς τα κάτω τις μάζες να πηγαινοέρχονται για τα καθημερινά τους κι αγνοούν τη μεγαλοσύνη που υπάρχει εκεί πάνω. Ο Νερούδα αποφασίζει να κάνει αυτή τη μεγαλοσύνη γνωστή στους ανθρώπους απανταχού της γης μερικές φορές με απλές λέξεις και άλλες πάλι φορές με τα σύμβολα που χρησιμοποιεί να διαλευκάνει και να υπογραμμίσει ότι το κάθε τί έχει τη σημασία του και το νόημά του στον κόσμο συμπεριλαμβανομένου και του ταξιδιού του εκεί στο Μάτσου Πίτσου.
Τα στοιχεία γη, ουρανός, αγέρας, οι παραγωγικοί κύκλοι των τεσσάρων εποχών του χρόνου και η φυσική αναγέννηση, ο ερωτισμός, ο αναπόφευκτος θάνατος, η ρουτίνα του ανθρώπου κι ο εξευτελισμός του, η μονοτονία της καθημερνότητας, όπως την ονομάζει είναι υποκείμενα των πέντε πρώτων ποιημάτων του βιβλίου αυτού. Η μάχη εναντίον της πεπερασμένης ζωής του ανθρώπου σε αντίθεση με τον αέναο, ανίκητο θάνατο είναι εικόνες που τον ταράζουν σε υψηλό βαθμό. Γι’ αυτό αναζητεί κάποια απάντηση για ένα δρόμο έξω απ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή κι αυτό το δρόμο ξάφνου ανακαλύπτει στο Μάτσου Πίτσου.
Tο πρώτο ποίημα ξεκινά με την εικόνα ενός άδειου δυχτιού που ο ποιητής σέρνει μέσα στους δρόμους αλλά δεν πιάνει τίποτα αξιόλογο καθώς το πνεύμα επισκοπεί το χάος: εν αρχεί ο λόγος πάνω απ’ το κενό κι ο ποιητής επικαλείται τον άγραφτο λόγο να έρθει σαν σωτήρας.
Από αγέρα στον αγέρα σαν άδειο δίχτυ
παρασυρόμενο σε δρόμους και στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ήρθα
αφειδής στην κορφή του φθινοπώρου, με των φύλλων
το προσφερμένο νόμισμα και — ανάμεσα σε άνοιξη και καλοκαίρι —
αυτό που ασυνόρευτη η αγάπη γράπωσε πρόκληση σε μονομαχία
μας χαρίζεται σαν μακρυδάχτυλο φεγγάρι
Το δεύτερο ποίημα διαβάζουμε
Το κάθε άνθος μας χαρίζει το σπόρο του
κι η πέτρα διαφημίζει το μπουμπούκι της
σαν λερωμένο φόρεμα διαμαντιού και άμμου
κι ο άνθρωπος στραπατσάρει το άνθος του φωτός
το ξεχωρίζει απ’ την μοιραία πηγή της θάλασσας
και τρυπά το παλμώδες μέταλλο στα χέρια του
αναφορά στην αντίθεση ανάμεσα στην αναγέννηση της φύσης και στον άνθρωπο που αλέθει το κάθε τί και το φέρνει στο δικό του εξαθλιωμένο επίπεδο: τα πάντα στη φύση έχουν ένα ολοκάθαρο σκοπό-προορισμό εκτός απ’ τον άνθρωπο πού στραπατσάρει το άνθος του φωτός ενώ το τρίτο ποίημα ασχολείται με το σύγχρονο τρόπο ζωής που ο άνθρωπος βαδίζει σαν σε κύκλο, σαν σε λαβύρινθο και φέρει σε πέρας τίποτα το αξιόλογο: Η αδιάφορη πραγματικότητα του καθημερνού εκεί που σπαταλά την ψυχή του δίχως ν’ αφήνει πίσω του τίποτα χρήσιμο.
Σαν να `ναι σε λαβύρινθο το στάρι πέφτει
στο ατελεύτητο δοχείο άδοξων κατορθωμάτων, σκάρτες
εμπειρίες απ’ τις εννιά στις πέντε, στις έξι
και να πεθαίνουν όχι μόνο μια φορά αλλά πολλές
κάθε μέρα κι ένας μικρός θάνατος: σκόνη, λάμπα, κρεστόμυγες…
Το τέταρτο ποίημα στρέφει την προσοχή του προς τον ποιητή και στην αγάπη του για τους ανθρώπους αλλά καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να τους βοηθήσει όσο αυτοί συνεχίζουν να ζουν τον καθημερνό τους θάνατο που κι ο ποιητής ακόμα είναι ανίσχυρος να τον βοηθήσει σε γενικές γραμμές εκτός κι αν βρει το σκοπό του στα ύψη και στα ατέλειωτα δημιουργήματα του αγέρα και της χιονοστιβάδας.
Πολλές φορές με προκάλεσε ο ακατανίκητος θάνατος
σαν το αλάτι που αποκρύφεται στα κύματα
και το τί υποσχέθηκε η αόρατή του ευωδία
ήταν κομματάκια ύψους και ναυαγίων
μεγαλοπρεπείς κατασκευές και χιονοστιβάδες
Στο ακόλουθο ποίημα παρατηρούμε τον ποιητή να καθορίζει το είδος του θανάτου με σουρρεαλιστικές εικόνες που δεν αφήνουν τίποτα σαν τελικό όραμα της σύγχρονης ζωής παρά τις πληγές από ριπές αγέρα που παγώνουν τα κρύα διάκενα της ψυχής του καθενός κι αυτό είναι το χαμηλώτερο σημείο του βιβλίου
Δεν ήσουν εσύ, κατηφή θάνατε, αρπακτικό πουλί με σιδερένια φτερά
που σαν μοναδικός νοικάρης τέτοιου οίκου μετέφερες
ανακατεμένες με το κλώσιμό σου μερίδες υπό το κενό σου δέρμα —
μάλλον: βηματιστό ακροβλαστάρι παλιού σχοινιού
άτομο θάρρους που υποχώρησε
ή κάποιο βασανιστική δροσιά που ποτέ δεν γίνηκε ιδρώτας
Απ’ την αρχή του έκτου ποιήματος το όλο βιβλίο αρχίζει να ανυψώνεται καθώς ο Νερούδα ανέρχεται προς το ναό απ’ όπου κι ανακοινώνει: δύο γεννιές που έχουν ταξιδέψει σε παράλληλα μονοπάτια συναντώνται κι αφομοιώνονται. Το ένα μονοπάτι των μικρών ανθρώπων με τους ασήμαντους θανάτους των και το μονοπάτι του αιώνειου που υποθάλπτεται απ’ την αναγέννηση της φύσης και που ήταν χωρισμένα στο παρελθόν ώσπου να συναντηθούν σ’ αυτό το σημείο που ήταν η κατοικία…κι είναι ο ιερός χώρος που ομοιάζει με το ακίνητο σημείο ενός κόσμου που αέναα γυρίζει κι όπου το παρελθόν και το μέλλον συγκεντρώνονται κι ο τόπος αυτός είναι το Μάτσου Πίτσου
Τότε ανέβηκα τη σκάλα του κόσμου
μέσα από αγκαθωτές συστάδες του δάσους
ώσπου σ’ έφτασα Μάτσου Πίτσου
Εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι ότι ο Νερούδα μετά την επισκεψή του στο Μάτσου Πίτσου βλέπει τον κόσμο μέσα απ’ το πρίσμα του συλλογικού. Τους αναρίθμητους ανθρώπους που δούλεψαν εκεί για να χτίσουν την πόλη στην κορφή του βουνού παρατηρεί, κατά πάσα πιθανότητα σκλάβοι, τα πιο πολλά φημισμένα αρχαία χτίσματα χτίστηκαν απο σκλάβους, κι ο Νερούδα ταυτίζεται μαζί τους, προσπαθεί να τους αντιπροσωπεύσει, να τους βοηθήσει, να δικαιώσει τον αγώνα για το επίτευγμά τους κι αναρωτιέται πώς; Η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση είναι η προσπάθειά του να τους χαρίσει αιωνιότητα μέσω των στίχων του που θα διαβάσει όλος ο κόσμος.
Πανήψηλη πόλη από σκαλωτές πέτρες
τελικό χαγιάτι σε ό,τι η γη
ποτέ δεν έκρυψε στις πυζάμες της
Απ’ το έκτο ποίημα ο Νερούδα εστιάζεται στο χώρο και στους ανθρώπους που πάλεψαν να το χτίσουν. Διακρίνει σ’ αυτούς τις χιλιάδες Χιλιανούς συμπατριώτες του και γενικώτερα τα εκατομμύρια των κατοίκων της Νοτίου Αμερικής που τους εκμεταλλεύτηκαν οι πολυεθνικές με την επιρροή τους βασισμένη στον υλικό πλούτο και προσπαθεί να σταθεί αντιμέτωπος όλων αυτών και υπερασπιστής των αναρίθμητων χτιστών της ακρόπολης αυτής με το μόνο όπλο που κατέχει: την πένα του και το υπέροχο δημιουργικό του πνεύμα. Την ΠΟΙΗΣΗ του.
Μέσα σου ταξιδεύουν παράλληλα δύο γεννιές
που συναντώνται εκεί που η φάτνη ανθρώπου και φωτός
νανουρίστηκε απ’ τον αγκαθώδη αγέρα.
Μάνα της πέτρας και σπέρμα του κόνδορα
Αλλά το ταξίδι του Νερούδα δεν τελειώνει σ’ αυτό το σημείο. Το ταξίδι του σε περασμένο χρόνο αλλά και ψηλά στο χώρο της ακρόπολης αυτής ήταν μια ανακάλυψη από την οποία ο ποιητής διδάχτηκε περισσότερο απ’ ό,τι ένιωσε παρά απ’ τις διαφορετικές σκέψεις και απόψεις που αποκόμισε περί της αλήθειας για τον εαυτό του και για τη φύση της ανθρώπινης ζωής.
Το έβδομο ποίημα καθιστά έναν ύμνο για το τί απομένει όταν τα πάντα εξαφανίζονται, τι αντέχει το πέρασμα του χρόνου και παραμένει έναντι σε όλα όσα μαραίνονται και λυώνουν. Ύμνος που ευαγγελίζει τους ανθρώπους που έχτισαν την ακρόπολη αυτή και πάλεψαν κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες μόνο και μόνο για να νικήσουν το Χάρο με το εξαίσιό τους οικοδόμημα σαν αιώνειο ρόδο, δισκοπότηρο που ύψωσαν με τα χέρια τους.
Νεκροί μιας κοινής αβύσσου, σκιές μιας λαγκαδιάς —
η πιο βαθειά — σαν να ταίριαζε
με την πυξίδα της μεγαλειότητάς σας
έτσι δημιουργήθηκε, η αλήθεια, ο πιο αχόρταγος θάνατος:
από διάτρητες πέτρες
από βαθυκόκκινα ακρογείσια
και καταρακτώδεις υδρορροές
κατρακυλήσατε σαν φθινόπωρο
σ’ ένα ομαδικό θάνατο
Περνώντας στο όγδοο ποίημα συναντούμε μια λυρική επίκληση προς την αέναα αναγγενόμενη φύση και τον κάτοικο της γης αυτής πριν τον ερχομό του Κολόμβου εποχή που ο άνθρωπος ήταν ένα με τη φύση αυτή και που αγκάλιαζε το παρελθόν του για να προσδιορίσει το τώρα και να προβλέψει το μέλλον του βασισμένος στην παράδοσή του: Εικόνες προτού ο Ευρωπαίος προσηλυτιστής ήρθε. Εδώ ο ποιητής επικαλείται επίσης αυτό που ονομάζει αγάπη της Αμερικής να ερθεί και να φιλήσει αυτές τις πέτρες
Έλα, ανέβα μαζί μου, αγάπη της Αμερικής
Φίλησε μαζί μου αυτές τις μυστηριακές πέτρες
το καταρακτώδες ασήμι του Ουρουμπάμπα
που κάνει τη γύρη να πετά προς το χρυσό της κύπελλο
Το ποίημα που ακολουθεί είναι ένα άσμα εξορκισμού που συντελείται με διαπλεκτικούς στίχους μεταφορικούς όπου η φράση η πέτρα επαναλαμβάνεται σαν σε λιτανεία: τί άλλο μπορούν να δημιουργήσουν οι πέτρες πάνω σε άλλες πέτρες παρά αυτό το δισκοπότηρο σε χώρο και χρόνο; Ένα δισκοπότηρο που οδηγεί στους τελευταίες στίχους και πίσω στο πλήθος που έχτισαν την ακρόπολη αυτή και στο μονόδρομο του ανθρώπου που εξουδετερώνει το θάνατο.
Διαστρικέ αετέ, κλήμα μέσα στην ομίχλη.
Εγκαταλελειμένε προμαχώνα, αόμματο γιαταγάνι.
Ζώνη του Ωρίωνα, τελετουργικό ψωμί.
Καταρρακτώδης κλίμακα, ανυπολόγιστη βλεφαρίδα.
Φτάνοντας στο δέκατο συναντούμε τον ποιητή που ρωτά σε τί κατάσταση ζούσε ο άνθρωπος που το έχτισε: να `ταν ελεύθερος ή μήπως ήταν σκλάβος; Πολύ πιθανόν, σκέφτεται ο Νερούδα να ήταν σκλάβοι αλλά αν ήταν σκλάβοι κάτω από ποιές συνθήκες ζούσαν; Η ανησυχία του για την κατάσταση της εποχής εκείνης είναι ολοφάνερη στο ποίημα αυτό.
Πέτρα μέσα στην πέτρα κι ο άνθρωπος πώς ζούσε;
Αγέρας μέσα σε αγέρα κι ο άνθρωπος πώς ζούσε;
Χρόνος μέσα στο χρόνο κι ο άνθρωπος πώς ζούσε;
ήταν άραγε κι εκείνος το θρυματισμένο κομματάκι
της αναποφασιστηκότητας, του άυλου αετού
που μέσα σε δρόμους τωρινούς και σε παλιά αχνάρια
μέσα στα φύλλα αθροισμένων φθινοπώρων
συνεχίζει να κοπανά την ψυχή μέσα στον τάφο;
Η παλιά και ξεχασμένη καρδιά του ανθρώπου είναι το αντικείμενο του ενδεκάτου ποιήματος ώσπου να συναντήσει την υποτείνουσα του μάλλινου πουκαμίσου και του αλατιού απ’ το αίμα που υπονοείται σε κάθε στροφή της ακρόπολης του Μάτσου Πίτσου. Εδώ ονομάζει τους εργάτες αδέρφια του και ταυτίζεται μαζί τους, γίνεται ένα μ’ αυτούς αυτός είναι ο τρόπος που συντήκεται μέσα στον αγώνα τους να χτίσουν την ακρόπολη. Ο Νερούδα χτίζει την ακρόπολη μαζί με τους εργάτες εκείνου του καιρού, τους πατριώτες του, τους συντρόφους του, γίνεται το αίμα κι ο ιδρώτας τους. Γίνεται ένα μ αυτούς.
Μέσα στην παραζάλη της μεγαλοπρέπειας
μέσα στην πέτρινη νύχτα άσε να βάλω το χέρι μου
και να ξυπνήσω το πουλί που για χιλιάδες χρόνια έχω μέσα μου
την παλιά και ξεχασμένη ανθρώπινη καρδιά!
Το τελευταίο ποίημα του βιβλίου εκτείνεται σε ό,τι έχει σημασία για τον ποιητή: συγκρίνει και διακρίνεις τις ομοιότητες ανάμεσα στη ζωή των χτιστών και τη δική του, αισθάνεται ότι ταυτίζεται με τους άντρες αυτούς. Τους αναγνωρίζει σαν δικούς του. Αποφασίζει να γίνει ένα μ’ αυτούς και να ανημερώσει τον κόσμο για το θρύλο τους. Ο ποιητής κι οι άντρες αυτοί τώρα έχουν το ίδιο αίμα, είναι ταυτισμένοι. Είναι κι ο ποιητής ένας άνθρωπος σαν κι αυτούς, τίποτε περισσότερο.
Σηκωθείτε και ξαναγεννηθείτε αδέρφια μου.
Δώστε μου το χέρι σας που έρχεται
από βαθειά εκεί που υφάνθηκε η λύπη σας.
Δεν θα επιστρέψετε απ’ αυτές τις σταθερές πέτρες.
Δεν θ’ αναστηθείτε απ΄τον υποχθόνιο χρόνο.
Η τραχειά σας φωνή δεν θα ξανακουστεί
μήτε τα τυφλά σας μάτια θα ξαναπεταχτούν απ’ τις κόγχες τους
και καταλήγει με την προσθήκη τους στα ποιήματα του, τη φωνή του, τη δημιουργική του δουλειά, έρχομαι να μιλήσω σαν τα μουγγά σας στόματα, λέγοντας
Ελάτε γρήγορα στις φλέβες μου και στο στόμα μου
μιλήστε με τα λόγια μου και μέσα απ’ το αίμα μου.
~Source, the Heights of Matcchu Pitcchu, by Jonathan Cape, New York, 1966