ΜΑΤΣΟΥ ΠΙΤΣΟΥ

ΤΑ ΥΨΗ ΤΟΥ ΜΑΤΣΟΥ ΠΙΤΣΟΥ — ΑΝΑΛΥΣΗ του ΜΑΝΩΛΗ ΑΛΥΓΙΖΑΚΗ

imagesmanolis

 

Γύρω στη μέση της ποιητικής του δημιουργίας ο Πάμπλο Νερούδα έκδοσε τη συλλογή “Tα Ύψη του Μάτσου Πίτσου” χώρος που είχε επισκευθεί δύο χρόνια πριν το φθινόπωρο του 1943. Το μικρό αυτό βιβλίο αποτελείται από μόνο δώδεκα ποιήματα και είναι η αντίδρασή του για την εμπειρία που βίωσε στην κορφή του παλατιού των Ίνκας. Όταν ο Νερούδα έφτασε στο Μάτσου Πίτσου, διαπίστωσε ότι χώρος πήρε τη μορφή από την οποία όλα τα υπόλοιπα στη ζωή του απόκτησαν νόημα συμπεριλαμβανομένης όλης της ηπείρου απ’ όπου κατάγεται ο ποιητής και κατ’ επέκταση η ζωή του που πέρασε αυτή που ζεί τώρα αλλά και η μελλοντική.

Το όνομα του χώρου παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο έκτο ποίημα. Τα πέντα πρώτα αναφέρονται στη ζωή του ποιητή όταν έψαχνε για κάποιο νόημα στη ζωή του και κάτι στο οποίο να εστιαστεί. Απ’ το έκτο ποίημα και μετά ο Νερούδα προσπαθεί να πιάσει το νόημα της συναισθηματικής του αντίδρασης στο τί αντίκρυσε και στο τί ένιωσε όταν επισκεύτηκε την ουράνια πόλη.

Ό,τι έχει γράψει ως τώρα ξαφνικά παίρνει νόημα και όσα παλαιώτερα του φαίνονταν αταίριαστα τώρα, μετά την επίσκεψή του στο Μάτσου Πίτσου, όλα αποκτούν σημασία και έχουν κάποια αδιάσπαστη σχέση με όλη του τη ζωή έως τώρα ακόμα και με τα μέλλοντά του χρόνια. Τα πρώτα πέντε ποιήματα αποτελούν μια γενική επισκόπηση της διάθεσης του ποιητή, του περιβάλοντος μέσα στο οποίο ζει, την ένταξή τους στο χώρο με εικόνες που υφαίνονται σ’ ένα περίπλοκο υφάδι του μικρού αυτού σε έκταση βιβλίου.

Κι ο λόγος είναι γιατί όταν στέκεται πάνω στην κορφή του κόσμου στο Μάτσου Πίτσου όχι μόνο τα στοιχεία της φύσης αλλά και ο άνθρωπος αποκτούν μια υπέρτατη σπουδαιότητα καθώς ατενίζει προς τα κάτω τις μάζες να πηγαινοέρχονται για τα καθημερινά τους κι αγνοούν τη μεγαλοσύνη που υπάρχει εκεί πάνω. Ο Νερούδα αποφασίζει να κάνει αυτή τη μεγαλοσύνη γνωστή στους ανθρώπους απανταχού της γης μερικές φορές με απλές λέξεις και άλλες πάλι φορές με τα σύμβολα που χρησιμοποιεί να διαλευκάνει και να υπογραμμίσει ότι το κάθε τί έχει τη σημασία του και το νόημά του στον κόσμο συμπεριλαμβανομένου και του ταξιδιού του εκεί στο Μάτσου Πίτσου.

Τα στοιχεία γη, ουρανός, αγέρας, οι παραγωγικοί κύκλοι των τεσσάρων εποχών του χρόνου και η φυσική αναγέννηση, ο ερωτισμός, ο αναπόφευκτος θάνατος, η ρουτίνα του ανθρώπου κι ο εξευτελισμός του, η μονοτονία της καθημερνότητας, όπως την ονομάζει είναι υποκείμενα των πέντε πρώτων ποιημάτων του βιβλίου αυτού. Η μάχη εναντίον της πεπερασμένης ζωής του ανθρώπου σε αντίθεση με τον αέναο, ανίκητο θάνατο είναι εικόνες που τον ταράζουν σε υψηλό βαθμό. Γι’ αυτό αναζητεί κάποια απάντηση για ένα δρόμο έξω απ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή κι αυτό το δρόμο ξάφνου ανακαλύπτει στο Μάτσου Πίτσου.

Tο πρώτο ποίημα ξεκινά με την εικόνα ενός άδειου δυχτιού που ο ποιητής σέρνει μέσα στους δρόμους αλλά δεν πιάνει τίποτα αξιόλογο καθώς το πνεύμα επισκοπεί το χάος: εν αρχεί ο λόγος πάνω απ’ το κενό κι ο ποιητής επικαλείται τον άγραφτο λόγο να έρθει σαν σωτήρας.

 

Από αγέρα στον αγέρα σαν άδειο δίχτυ

παρασυρόμενο σε δρόμους και στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ήρθα

αφειδής στην κορφή του φθινοπώρου, με των φύλλων

το προσφερμένο νόμισμα και — ανάμεσα σε άνοιξη και καλοκαίρι —

αυτό που ασυνόρευτη η αγάπη γράπωσε πρόκληση σε μονομαχία

μας χαρίζεται σαν μακρυδάχτυλο φεγγάρι
Το δεύτερο ποίημα διαβάζουμε

 

Το κάθε άνθος μας χαρίζει το σπόρο του

κι η πέτρα διαφημίζει το μπουμπούκι της

σαν λερωμένο φόρεμα διαμαντιού και άμμου

κι ο άνθρωπος στραπατσάρει το άνθος του φωτός

το ξεχωρίζει απ’ την μοιραία πηγή της θάλασσας

και τρυπά το παλμώδες μέταλλο στα χέρια του

 

αναφορά στην αντίθεση ανάμεσα στην αναγέννηση της φύσης και στον άνθρωπο που αλέθει το κάθε τί και το φέρνει στο δικό του εξαθλιωμένο επίπεδο: τα πάντα στη φύση έχουν ένα ολοκάθαρο σκοπό-προορισμό εκτός απ’ τον άνθρωπο πού στραπατσάρει το άνθος του φωτός ενώ το τρίτο ποίημα ασχολείται με το σύγχρονο τρόπο ζωής που ο άνθρωπος βαδίζει σαν σε κύκλο, σαν σε λαβύρινθο και φέρει σε πέρας τίποτα το αξιόλογο: Η αδιάφορη πραγματικότητα του καθημερνού εκεί που σπαταλά την ψυχή του δίχως ν’ αφήνει πίσω του τίποτα χρήσιμο.

 

Σαν να `ναι σε λαβύρινθο το στάρι πέφτει

στο ατελεύτητο δοχείο άδοξων κατορθωμάτων, σκάρτες

εμπειρίες απ’ τις εννιά στις πέντε, στις έξι

και να πεθαίνουν όχι μόνο μια φορά αλλά πολλές

κάθε μέρα κι ένας μικρός θάνατος: σκόνη, λάμπα, κρεστόμυγες…

 

Το τέταρτο ποίημα στρέφει την προσοχή του προς τον ποιητή και στην αγάπη του για τους ανθρώπους αλλά καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να τους βοηθήσει όσο αυτοί συνεχίζουν να ζουν τον καθημερνό τους θάνατο που κι ο ποιητής ακόμα είναι ανίσχυρος να τον βοηθήσει σε γενικές γραμμές εκτός κι αν βρει το σκοπό του στα ύψη και στα ατέλειωτα δημιουργήματα του αγέρα και της χιονοστιβάδας.

 

Πολλές φορές με προκάλεσε ο ακατανίκητος θάνατος

σαν το αλάτι που αποκρύφεται στα κύματα

και το τί υποσχέθηκε η αόρατή του ευωδία

ήταν κομματάκια ύψους και ναυαγίων

μεγαλοπρεπείς κατασκευές και χιονοστιβάδες

 

Στο ακόλουθο ποίημα παρατηρούμε τον ποιητή να καθορίζει το είδος του θανάτου με σουρρεαλιστικές εικόνες που δεν αφήνουν τίποτα σαν τελικό όραμα της σύγχρονης ζωής παρά τις πληγές από ριπές αγέρα  που παγώνουν τα κρύα διάκενα της ψυχής του καθενός κι αυτό είναι το χαμηλώτερο σημείο του βιβλίου

 

Δεν ήσουν εσύ, κατηφή θάνατε, αρπακτικό πουλί με σιδερένια φτερά

που σαν μοναδικός νοικάρης τέτοιου οίκου μετέφερες

ανακατεμένες με το κλώσιμό σου μερίδες υπό το κενό σου δέρμα —

μάλλον: βηματιστό ακροβλαστάρι παλιού σχοινιού

άτομο θάρρους που υποχώρησε

ή κάποιο βασανιστική δροσιά που ποτέ δεν γίνηκε ιδρώτας

 

Απ’ την αρχή του έκτου ποιήματος το όλο βιβλίο αρχίζει να ανυψώνεται καθώς ο Νερούδα ανέρχεται προς το ναό απ’ όπου κι ανακοινώνει: δύο γεννιές που έχουν ταξιδέψει σε παράλληλα μονοπάτια συναντώνται κι αφομοιώνονται. Το ένα μονοπάτι των μικρών ανθρώπων με τους ασήμαντους θανάτους των και το μονοπάτι του αιώνειου που υποθάλπτεται απ’ την αναγέννηση της φύσης και που ήταν χωρισμένα στο παρελθόν ώσπου να συναντηθούν σ’ αυτό το σημείο που ήταν η κατοικία…κι είναι ο ιερός χώρος που ομοιάζει με το ακίνητο σημείο ενός κόσμου που αέναα γυρίζει κι όπου το παρελθόν και το μέλλον συγκεντρώνονται κι ο τόπος αυτός είναι το Μάτσου Πίτσου

 

Τότε ανέβηκα τη σκάλα του κόσμου

μέσα από αγκαθωτές συστάδες του δάσους

ώσπου σ’ έφτασα Μάτσου Πίτσου

 

Εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι ότι ο Νερούδα μετά την επισκεψή του στο Μάτσου Πίτσου βλέπει τον κόσμο μέσα απ’ το πρίσμα του συλλογικού. Τους αναρίθμητους ανθρώπους που δούλεψαν εκεί για να χτίσουν την πόλη στην κορφή του βουνού παρατηρεί, κατά πάσα πιθανότητα σκλάβοι, τα πιο πολλά φημισμένα αρχαία χτίσματα χτίστηκαν απο σκλάβους, κι ο Νερούδα ταυτίζεται μαζί τους, προσπαθεί να τους αντιπροσωπεύσει, να τους βοηθήσει, να δικαιώσει τον αγώνα  για το επίτευγμά τους κι αναρωτιέται πώς; Η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση είναι η προσπάθειά του να τους χαρίσει αιωνιότητα μέσω των στίχων του που θα διαβάσει όλος ο κόσμος.

 

Πανήψηλη πόλη από σκαλωτές πέτρες

τελικό χαγιάτι σε ό,τι η γη

ποτέ δεν έκρυψε στις πυζάμες της

 

Απ’ το έκτο ποίημα ο Νερούδα εστιάζεται στο χώρο και στους ανθρώπους που πάλεψαν να το χτίσουν. Διακρίνει σ’ αυτούς τις χιλιάδες Χιλιανούς συμπατριώτες του και γενικώτερα τα εκατομμύρια των κατοίκων της Νοτίου Αμερικής που τους εκμεταλλεύτηκαν οι πολυεθνικές με την επιρροή τους βασισμένη στον υλικό πλούτο και προσπαθεί να σταθεί αντιμέτωπος όλων αυτών και υπερασπιστής των αναρίθμητων χτιστών της ακρόπολης αυτής με το μόνο όπλο που κατέχει: την πένα του και το υπέροχο δημιουργικό του πνεύμα. Την ΠΟΙΗΣΗ του.

 

Μέσα σου ταξιδεύουν παράλληλα δύο γεννιές

που συναντώνται εκεί που η φάτνη ανθρώπου και φωτός

νανουρίστηκε απ’ τον αγκαθώδη αγέρα.

 

Μάνα της πέτρας και σπέρμα του κόνδορα

 

Αλλά το ταξίδι του Νερούδα δεν τελειώνει σ’ αυτό το σημείο. Το ταξίδι του σε περασμένο χρόνο αλλά και ψηλά στο χώρο της ακρόπολης αυτής ήταν μια ανακάλυψη  από την οποία ο ποιητής διδάχτηκε περισσότερο απ’ ό,τι ένιωσε παρά απ’ τις διαφορετικές σκέψεις και απόψεις που αποκόμισε περί της αλήθειας για τον εαυτό του και για τη φύση της ανθρώπινης ζωής.

 

Το έβδομο ποίημα καθιστά έναν ύμνο για το τί απομένει όταν τα πάντα εξαφανίζονται, τι αντέχει το πέρασμα του χρόνου και παραμένει έναντι σε όλα όσα μαραίνονται και λυώνουν. Ύμνος που ευαγγελίζει τους ανθρώπους που έχτισαν την ακρόπολη αυτή και πάλεψαν κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες μόνο και μόνο για να νικήσουν το Χάρο με το εξαίσιό τους οικοδόμημα σαν αιώνειο ρόδο, δισκοπότηρο που ύψωσαν με τα χέρια τους.

 

Νεκροί μιας κοινής αβύσσου, σκιές μιας λαγκαδιάς —

η πιο βαθειά — σαν να ταίριαζε

με την πυξίδα της μεγαλειότητάς σας

έτσι δημιουργήθηκε, η αλήθεια, ο πιο αχόρταγος θάνατος:

από διάτρητες πέτρες

από βαθυκόκκινα ακρογείσια

και καταρακτώδεις υδρορροές

κατρακυλήσατε σαν φθινόπωρο

σ’ ένα ομαδικό θάνατο

 

Περνώντας στο όγδοο ποίημα συναντούμε μια λυρική επίκληση προς την αέναα αναγγενόμενη φύση και τον κάτοικο της γης αυτής πριν τον ερχομό του Κολόμβου εποχή που ο άνθρωπος ήταν ένα με τη φύση αυτή και που αγκάλιαζε το παρελθόν του για να προσδιορίσει το τώρα και να προβλέψει το μέλλον του βασισμένος στην παράδοσή του: Εικόνες προτού ο Ευρωπαίος προσηλυτιστής ήρθε. Εδώ ο ποιητής επικαλείται επίσης αυτό που ονομάζει αγάπη της Αμερικής να ερθεί και να φιλήσει αυτές τις πέτρες

 

Έλα, ανέβα μαζί μου, αγάπη της Αμερικής

 

Φίλησε μαζί μου αυτές τις μυστηριακές πέτρες

το καταρακτώδες ασήμι του Ουρουμπάμπα

που κάνει τη γύρη να πετά προς το χρυσό της κύπελλο

 

Το ποίημα που ακολουθεί είναι ένα άσμα εξορκισμού που συντελείται με διαπλεκτικούς στίχους μεταφορικούς όπου η φράση η πέτρα επαναλαμβάνεται σαν σε λιτανεία: τί άλλο μπορούν να δημιουργήσουν οι πέτρες πάνω σε άλλες πέτρες παρά αυτό το δισκοπότηρο σε χώρο και χρόνο; Ένα δισκοπότηρο που οδηγεί στους τελευταίες στίχους και πίσω στο πλήθος που έχτισαν την ακρόπολη αυτή και στο μονόδρομο του ανθρώπου που εξουδετερώνει το θάνατο.

 

Διαστρικέ αετέ, κλήμα μέσα στην ομίχλη.

Εγκαταλελειμένε προμαχώνα, αόμματο γιαταγάνι.

Ζώνη του Ωρίωνα, τελετουργικό ψωμί.

Καταρρακτώδης κλίμακα, ανυπολόγιστη βλεφαρίδα.

 

Φτάνοντας στο δέκατο συναντούμε τον ποιητή που ρωτά σε τί κατάσταση ζούσε ο άνθρωπος που το έχτισε: να `ταν ελεύθερος ή μήπως ήταν σκλάβος; Πολύ πιθανόν, σκέφτεται ο Νερούδα να ήταν σκλάβοι αλλά αν ήταν σκλάβοι κάτω από ποιές συνθήκες ζούσαν; Η ανησυχία του για την κατάσταση της εποχής εκείνης είναι ολοφάνερη στο ποίημα αυτό.

 

Πέτρα μέσα στην πέτρα κι ο άνθρωπος πώς ζούσε;

Αγέρας μέσα σε αγέρα κι ο άνθρωπος πώς ζούσε;

Χρόνος μέσα στο χρόνο κι ο άνθρωπος πώς ζούσε;

ήταν άραγε κι εκείνος το θρυματισμένο κομματάκι

της αναποφασιστηκότητας, του άυλου αετού

που μέσα σε δρόμους τωρινούς και σε παλιά αχνάρια

μέσα στα φύλλα αθροισμένων φθινοπώρων

συνεχίζει να κοπανά την ψυχή μέσα στον τάφο;

 

Η παλιά και ξεχασμένη καρδιά του ανθρώπου είναι το αντικείμενο του ενδεκάτου ποιήματος ώσπου να συναντήσει την υποτείνουσα του μάλλινου πουκαμίσου και του αλατιού απ’ το αίμα που υπονοείται σε κάθε στροφή της ακρόπολης του Μάτσου Πίτσου. Εδώ ονομάζει τους εργάτες αδέρφια του και ταυτίζεται μαζί τους, γίνεται ένα μ’ αυτούς αυτός είναι ο τρόπος που συντήκεται μέσα στον αγώνα τους να χτίσουν την ακρόπολη. Ο Νερούδα χτίζει την ακρόπολη μαζί με τους εργάτες εκείνου του καιρού, τους πατριώτες του, τους συντρόφους του, γίνεται το αίμα κι ο ιδρώτας τους. Γίνεται ένα μ αυτούς.

 

Μέσα στην παραζάλη της μεγαλοπρέπειας

μέσα στην πέτρινη νύχτα άσε να βάλω το χέρι μου

και να ξυπνήσω το πουλί που για χιλιάδες χρόνια έχω μέσα μου

την παλιά και ξεχασμένη ανθρώπινη καρδιά!

 

Το τελευταίο ποίημα του βιβλίου εκτείνεται σε ό,τι έχει σημασία για τον ποιητή: συγκρίνει και διακρίνεις τις ομοιότητες ανάμεσα στη ζωή των χτιστών και τη δική του, αισθάνεται ότι ταυτίζεται με τους άντρες αυτούς. Τους αναγνωρίζει σαν δικούς του. Αποφασίζει να γίνει ένα μ’ αυτούς και να ανημερώσει τον κόσμο για το θρύλο τους. Ο ποιητής κι οι άντρες αυτοί τώρα έχουν το ίδιο αίμα, είναι ταυτισμένοι. Είναι κι ο ποιητής ένας άνθρωπος σαν κι αυτούς, τίποτε περισσότερο.

 

Σηκωθείτε και ξαναγεννηθείτε αδέρφια μου.

Δώστε μου το χέρι σας που έρχεται

από βαθειά εκεί που υφάνθηκε η λύπη σας.

Δεν θα επιστρέψετε απ’ αυτές τις σταθερές πέτρες.

Δεν θ’ αναστηθείτε απ΄τον υποχθόνιο χρόνο.

Η τραχειά σας φωνή δεν θα ξανακουστεί

μήτε τα τυφλά σας μάτια θα ξαναπεταχτούν απ’ τις κόγχες τους

 

και καταλήγει με την προσθήκη τους στα ποιήματα του, τη φωνή του, τη δημιουργική του δουλειά, έρχομαι να μιλήσω σαν τα μουγγά σας στόματα, λέγοντας

 

Ελάτε γρήγορα στις φλέβες μου και στο στόμα μου

μιλήστε με τα λόγια μου και μέσα απ’ το αίμα μου.

 

~Source, the Heights of Matcchu Pitcchu, by Jonathan Cape, New York, 1966

 

Advertisement

ΦΥΛΛΟΡΡΟΕΣ//ΚΡΙΤΙΚΗ

manolis-cover-for-print

 

ΦΥΛΛΟΡΡΟΕΣ-FYLLORROES, ΕΝΕΚΕΝ, 2013

Ο Ελληνοκαναδός Μανώλης Αλυγιζάκης έχει γράψει τρία μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, καθώς και άρθρα, διηγήματα και μελέτες στα αγγλικά και στα ελληνικά. Η πρόσφατη ποιητική συλλογή του ‘Φυλλορροές’ απαρτίζεται από υπαρξιακά, ερωτικά και κοινωνικοπολιτικά θέματα, με στενή αναφορά στην καθημερινότητα αλλά και σε σπουδαία ιστορικά γεγονότα. Το συναίσθημα ρέει πλούσια σε όλη τη συλλογή. Εκφράζεται μέσα από θέματα όπως η αγάπη, ο έρωτας, η απιστία, η απώλεια και το αίσθημα του ανεκπλήρωτου, η αναζήτηση της ουσίας της ζωής, τα υψηλά ιδανικά, και η έλλειψη ελευθερίας. Το χαρακτηριστικό ύφος ενισχύεται από τον ήχο και τον ρυθμό, που δένουν αρμονικά με το περιεχόμενο. Μια μελαγχολική διάθεση διατρέχει το σύνολο των ποιημάτων, δίνοντας τον τόνο στην πάλη μεταξύ αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας: «…κι είπε -/ θέλω να σπείρω/ τούτο το χώμα απ’ την αρχή/ με μια σοδειά νέων ιδεολόγων…» («Νωχελικό απόγευμα»).

Η γραφή, αν και κάποιες φορές στα όρια του πεζού λόγου, διανθίζεται από ιδιαίτερα ποιητικά στοιχεία. Τεχνικές όπως η επανάληψη και ο διασκελισμός τονίζουν το νοηματικό περιεχόμενο δίνοντας ζωντάνια στη συλλογή. Παρόμοιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται από τις λεπτομερείς περιγραφές, τις πλούσιες εικόνες και τη μουσικότητα του λόγου. Το θέμα της ύπαρξης αναφέρεται στον θάνατο, στο βάρος της ζωής και στο νόημά της, στο γήρας, στο αναπόφευκτο και τη μοίρα, στην παρακμή. Τα ερωτικά ποιήματα εκθέτουν μια γκάμα συναισθημάτων όπως ο πόθος, η χαρά, η θλίψη, η διάψευση, η προδοσία, η παρακμή, η απομάκρυνση του ζευγαριού και η συμβατικότητα της συνύπαρξης. Παρά τον πόνο και την απογοήτευση που συνδέονται με τον έρωτα, ο ποιητής τον θεωρεί το πιο ουσιαστικό συστατικό της ζωής: «…κι αφήνω στη στιγμή την έρευνά μου/ για κάτι ασύλληπτο ή ιδεατό/ και δίχως λέξη βιαστικά γυρνώ/ στο αισθησιακό σου φίλημα.» («Ανακάλυψη»).

Οι κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες εκφράζονται μέσα από θέματα όπως ο πολιτικός αγώνας, η αυτοθυσία των συντρόφων και η ήττα, η ιστορία και το σήμερα, η σχέση της Εκκλησίας με τον πόλεμο, προβληματισμοί και προβλέψεις για το μέλλον, η Ελλάδα, η αθλιότητα της ζωής στην πόλη, η καταστροφή, η σωτηρία, η απόδοση δικαιοσύνης, ο ποιητής/η ποιήτρια μπροστά στην πολιτική πραγματικότητα. Στο τέλος κάποιων ποιημάτων ο Μανώλης Αλυγιζάκης θέτει δυνατά ερωτηματικά, ερωτηματικά που μοιάζουν να αποτελούν από μόνα τους τις απαντήσεις: «…Κι αναρωτιέσαι/ κάνουμε άραγε κάτι σωστό/ ή όλα βαδίζουν ίσια προς την κόλαση;» («Ρουτίνα»). Άλλες φορές το κλείσιμο των ποιημάτων παραπέμπει σε σημαντικά ερωτήματα: «…Κι ένας μικρός σπουργίτης/ καθισμένος στο κλαδί/ συνθέτει το πρωινό του ποίημα και/ τα φτερά του ψαλιδίζοντας γράφει,/ αυτά δεν μου χρειάζονται πια» («Σπουργίτες»). Η ποιητική συλλογή διακρίνεται από ευαισθησία για τις ανθρώπινες καταστάσεις και από έντονο κοινωνικό προβληματισμό, στηρίγματα πολύτιμα μέσα στη γενική συναισθηματική νέκρωση και την ακραία βαρβαρότητα που βιώνουμε.

 

Greek Canadian author Manolis Aligizakis has written three novels, numerous collections of poetry, articles and short stories in both Greek and English. His latest poetry book “Filloroes” consists of existential, erotic and sociopolitical themed poems with clear relation to everyday as well as to historical events. Emotions flow freely throughout the book. They are expressed via images of love, lust, unfaithfulness, loss and the feeling of the unaccomplished, search for the meaning of life, high ideals and the lack of freedom. The poet’s style and idiom are accentuated by his rhythm that is tied harmoniously with the content. Certain melancholy runs through the majority of the poems and underscores the battle between optimism and pessimism: “I want to plough/this ground all over/with a crop of new idealists…” (Saunter).

The style of the book, sometimes resembling prose, is accented by poetic conventions such as repetition, and the striding of verse that bring the poems to life. Similar result is shown by detail descriptions, rich imagery and musicality of the verse. The existential poems deal with death, weight of life and its meaning, old age, the inescapable end, fate, decadence. The erotic poems display a mixture of emotions such as desire, joy, sadness, denial, betrayal, loneliness and the convention of relationships. Although pain and disappointment are imbued in Eros the poet still considers it the most important variant of life: “and I leave my search/for something inconceivable/ or imaginary/and with no other word/I return/to your sensual loving.”(Discovery).

Social-political issues such as political struggle, sacrifice of comrades, defeat, history up to today, relation of the church to war, wondering and vision of a future Greece, the misery of city life, destruction, salvation, justice, the poet/poetess before today’s reality, are subjects of these poems. Sometimes at the end of some poems Manolis poses questions that are themselves the answers to such questions: “And you wonder/are we truly making progress/or careening brakeless of-ramps to Hell?” (Routine). Other times the poems lead to serious questioning: “and the young sparrow/sits on the branch and/clipping his wing feathers writes/no need for these anymore” (Sparrows). The collection is imbued by sensitivity toward the everyday human situations and is filled by serious questioning about the emotional death of today’s social landscape and the brutality we live in.

 

Αφροδίτη Γιαννάκη, ΕΝΕΚΕΝ, 2013/Aphroditi Giannakis, ENEKEN, 2013

THE CIRCLE–REVIEW

 

THE CIRCLE-A REVIEW

by Roxana Necsulescu

circ_front

Born in Crete, the publisher, poet and novelist known as Manolis moved to Thessaloniki for his childhood, and went on to receive his Bachelor’s degree in Political Science from the Panteion University of Athens. He served in the armed forces for two years before immigrating to Canada in 1973, where he took classes in English Literature at Simon Fraser University. Manolis now writes in both English and Greek.

Primarily set in Pasadena and Los Angeles, his new novel The Circle features two Iraqi men, Hakim and Talal, who are studying in the United States. The third-person narration follows the relationship of the two men as well as their relationship with the United States, which becomes further complicated when the two of them fall in love with American women. Emily and Jennifer are the wife and daughter of Matthew Roberts: a member of the CIA Intelligence Unit that had a direct role in the decision to go to war with Iraq in 2003.

 

The relationships between the Iraqi men and the American women manage to be both subtle and passionate. Arguably the strength of the story is that Manolis takes care to neither over-emphasize or underplay the importance of differing nationalities.

Manolis’ background in poetry is apparent throughout. When describing the love affair between Talal and Emily, he writes: “Talal sits listening to the song of the wind through the small park where they usually sit, a song that unfolds slowly and methodically like a majestic eagle spreading its wings to the heights of the sky.”

As the novel unfolds, Hakim gains a greater awareness of horrific events that transpired during the American/Iraqi war. He also learns to gradually accept the past and move on. Under the guidance of his wealthy uncle Ibrahim Mahdi, he learns not to be prejudiced against the Americans that he meets in his daily life in L.A. and to avoid punishing Jennifer for her father’s involvement in the war.

The artful writing conveys a sense of humility that all the characters share. Hakim and Talal do not monopolize the dialogue. There is an overarching understanding provided to all the characters. Even Matthew Roberts, the American CIA Intelligence member, is written with a high degree of compassion rather than judgment.

The Circle was conceived shortly after the beginning of the war in Iraq: “It’s a look at war from the point of view of the citizen, what happens to him once the bombs stop falling,” Manolis told Surrey Now.

Learned hatred for a previous national foe is something Manolis knows firsthand. Growing up in Greece, children were routinely taught to hate the Turks, their former occupiers. “When a child hears this again and again,” he says, “you carry it inside you no matter what benign form it might be in, and it comes out eventually.”

Driving a cab in Vancouver in the 1980s, Manolis once picked up a fare who asked him where he was from, and in return he asked the passenger his country of origin. When the man answered Turkey, Manolis said the intensity of his reaction to the man shocked him, especially as he was in his 30s and an otherwise mature, rational person.

Nothing passed between the two men, but it did inspire a story that was published in a Greek magazine, and that story has provided the context for The Circle.

ISBN 9780978186524

BC BookWorld, winter issue, pg 33

www.abcbookworld.com