
Δροσερός αέρας, άπιαστος
Γύρω γύρω από το αποπνικτικό σκοτάδι που το διαπερνούν ψυχρές γαλάζιες δέσμες φωτός,
Κι όμως ούτε μια πνοή δεν ταράζει την ζέστη
Καθώς αφήνει το τρομερό βάρος της επάνω στο Γκέτο
Και πιο πολύ στην οδό Χέστερ…
Η ζέστη…
Που μυρίζει στα ιδρωμένα κορμιά,
Και σαν ζώο πιέζει με την τεράστια καυτή κοιλιά της
Κλείνοντας όλες τις διόδους του αέρα…
Η ζέστη στην οδό Χέστερ,
Στοιβαγμένη σ’ ένα κάρο
Με τα σκουπίδια του κόσμου.
Κορμιά κρέμονται από τις εξόδους κινδύνου
ή ξαπλώνουν νωχελικά στα σκαλιά της εισόδου…
Τα κεφάλια τους γερμένα εκπέμπουν ένα χλωμό φως-
Πρόσωπα στο χρυσοκίτρινο χρώμα της ρέγκας, με λεκέδες σαν από μούχλα,
Και τα ιδρωμένα πρόσωπα των κοριτσιών
Σαν νοτισμένοι, λευκοί κρίνοι
Και βρέφη με ξεραμένα χείλη, ανοιχτά στόματα που βυζαίνουν
Σαν άδειο στήθος, τον αέρα…
*Από τη συλλογή “Το σώμα που πονά, ο καθρέφτης του κόσμου” εκδόσεις Κείμενα, Ιούνιος 2023, σε μετάφραση…
View original post 6 more words