
YANNIS RITSOS-POEMS, Selected Books
Η Ελένη/Helen
Τις νύχτες ακούω που μεταφέρουν οι δούλες τα μεγάλα έπιπλά μου·
τα κατεβάζουν απ’ τη σκάλα, — ένας καθρέφτης, κρατημένος σα φορείο,
δείχνει τα φαγωμένα γύψινα στολίδια απ’ το ταβάνι· ένα τζάμι
χτυπάει στα κάγκελα — δεν έσπασε· το παλιό πανωφόρι στην κρεμάστρα
σηκώνει μια στιγμή τα αδειανά χέρια του, τα ξαναχώνει στις τσέπες·
οι μικρές ρόδες απ’ τα πόδια των καναπέδων τρίζουν στο πάτωμα. Νιώθω
εδώ στον αγκώνα μου το γδάρσιμο του τοίχου απ’ τη γωνιά της ντουλάπας
ή απ’ τη γωνιά του μεγάλου σκαλιστού τραπεζιού. Τί θα τα κάνουν; «Γεια σας», λέω
σχεδόν μηχανικά, σα ν’ αποχαιρετώ έναν επισκέπτη, ξένο πάντα. Μονάχα
εκείνη η αόριστη βοή που αργοπορεί στο διάδρομο σαν απ’ το κέρας
ξεπεσμένων αρχόντων κυνηγών, μες στο απόβροχο, σ’ ένα καμένο δάσος.
Αλήθεια, πόσα πράγματα άχρηστα, με πόση απληστία συναγμένα· —
φράζαν το χώρο — δεν μπορούσαμε να σαλέψουμε· τα γόνατά μας
χτυπούσαν σε ξύλινα, πέτρινα, μετάλλινα γόνατα. Ω, βέβαια, θα πρέπει
πολύ να γεράσουμε, πολύ, ώσπου να γίνουμε δίκαιοι, να φτάσουμε εκείνη
την ήμερη αμεροληψία, τη γλυκιά ανιδιοτέλεια στις συγκρίσεις, στις κρίσεις,
όταν δικό μας πια μερτικό δεν υπάρχει σε τίποτα πάρεξ σ’ αυτή την ησυχία.
At night I hear the servants moving my big furniture
they take it downstairs – a mirror carried like on a
stretcher
reveals the worn-out plaster designs on the ceiling
a windowpane hits the railings – it didn’t break
the old overcoat on the hanger
raises its empty hands for a moment then it places them back
in the pockets
small wheels of the couch legs creak on the floor
I feel
here in my elbow a scratching on the wall made by the
closet’s corner
or the corner of the large engraved table What will they do with
them? “Goodbye” I say
mechanically as though bidding farewell to a visitor always
a stranger
only
that vague buzz lingers in the hallway as if from the horn
of down-and-out old lords hunting after rainfall in a burned
forest
Really so many useless things collected with such greed –
blocking the space – we couldn’t move because our knees
hit against wooden stony metal knees Oh of course we
have to
grow old very old until we shall become just to reach
that
serene impartiality the sweet lack of interest in comparisons
in judgments
when our share exists in nothing else except this
serenity