Στα σκοτάδια τις λέξεις
να τις αγγίζεις πρέπει να ξέρεις
με την ίδια πίστη με την οποία αγγίζεται ένα κορμί.
Κάποιες φορές ο άνεμος της καρδιάς υπερβολικά τους φωνάζει
για τη δική τους αδύναμη κατάσταση της λάσπης.
Ο άνεμος της καρδιάς περνά και συγχύζει
και παύουν τα χείλη νικημένα από το παρελθόν,
παρατατικό όταν πάντα,
όταν πάντα ήταν αργά κι ωστόσο κανείς
δεν κατάφερνε να φορέσει ένα κολάρο κατευνασμού σε ορισμένα ρήματα μεταβατικά:
«εγώ είχα», «εγώ ήθελα»
«εγώ ήξερα ή μπορούσα»…
κι ωστόσο
ένα βιβλίο συνέχιζε με όλες του τις ορισμένες ώρες να σαπίζει,
με όλη τη συσσωρευμένη και θλιμμένη οργή του,
με όλη την απαρηγόρητη γραμματική του,
πάντα ανοιχτό από την ίδια παγωνιά
στο γραφείο στο οποίο ποτέ δεν κάθισες.
Κάποιες φορές οι λέξεις
είναι μονάχα δρόμοι τεντωμένοι που οδηγούν στον πυρετό,
κι ο πυρετός δεν είναι παρά ένα μουτζουρωμένο από κίτρινο νοέμβρη κασκόλ
στο λαιμό των παράξενων παιδιών.
Eμπρός της γης οι κολασμένοι,
της πείνας σκλάβοι, εμπρός, εμπρός,
το δίκιο απ’ τον κρατήρα βγαίνει
σαν βροντή, σαν κεραυνός.
Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια,
όλοι εμείς οι ταπεινοί της γης
που ζούσαμε στην καταφρόνια
θα γίνουμε το παν εμείς.
Pεφραίν
Στον αγώνα ενωμένοι κι ας μη λείψει κανείς,
ω, νάτη μας προσμένει στον κόσμο η Διεθνής.
Θεοί, αρχόντοι, βασιλιάδες,
με πλάνα λόγια μας γελούν,
της γης οι δούλοι κι οι ραγιάδες
μοναχοί τους θα σωθούν.
Για να λείψουν πια τα δεσμά μας,
για να πάψει πια η κλεψιά,
να ιδούνε πρέπει τη γροθιά μας
και της ψυχής μας τη φωτιά.
Pεφραίν
Eμπρός, μονάχη μας ελπίδα,
είν’ η σφιγμένη μας γροθιά,
κάτω οι πολέμοι κι η πατρίδα,
ζήτω, ζήτω η λευτεριά.
κι αν θελήσουνε να δοκιμάσουν
της ψυχής μας τους κεραυνούς
να ιδούνε τότες θα προφτάσουν
πως είν’ οι σφαίρες μας γι’ αυτούς.