ΕΝΑ ΠΡΩΙΝΟ
Υπάρχουνε κραυγές που δεν τελειώνουν
μουγκανητά της γης που σείεται σα βεντάλια διαλυμένη
από κονσερβαρισμένους τυφλοπόντικες
λυγμοί σανιδιών που τα ξεκοιλιάζουν
μακριών σαν ατμομηχανή που πάει να γεννηθεί
σπασμοί εξεγερμένων δέντρων που δε θέλουνε ν’ αφήσουν να φουσκώνει ο χυμός
πιότερο απ’ όσο το μετρό δέχεται να μεταφέρει στρουθοκαμήλους
στις σήραγγές του από κακοξυρισμένο γένι
υπάρχουνε κραυγές
απ’ αράχνες βιτριολικές που καταπίνω δίχως να το καταλάβω
κοντά σ’ αυτόν τον ξεραμένο ποταμό που βγήκε μες από σωλήνα πίπας
που δεν είν’ άλλο από ρόγχος μακρύ
λιγάκι ζεστό
λιγάκι πιο γκρινιάρικο απ’ άδεια σχεδόν χύτρα
τούτος ο ποταμός που δε βλέπεις πιότερο απ’ όσο τη σκόνη όστιας
π’ ο άνεμος ανέμειξε
με τη σκόνη παπά που μοιάζει γαλαζόπετρα
και μ’ αυτήν εκκλησιάς πιο στριμμένης κι από παλιό τιρμπουσόν
διότι εσύ δεν είσαι πιότερο εκεί απ’ όσο είμ’ εγώ εκεί δίχως εσέ
εξ ου κι ο κόσμος είν’ αναμαλλιάρης
*Από…
View original post 144 more words