
Χρυσόθεμις//Chrysothemis
Εκείνο το «δεν εννοείς να μεγαλώσεις», είχε πάψει από καιρό να με πικραίνει —
το ’νιωθα μάλιστα, έτσι κάπως σαν προνόμιό μου — η άλλη μου όραση, η κρυφή χαρά μου. Τα χαράματα
έβγαινα μόνη μες στην εύπιστη δροσιά του κήπου. Καθόμουν
και κοίταζα ώρες τα πουλιά.
Πολύ συχνά, κάποιο σπουργίτι
κατέβαινε στη γη και περπατούσε αστεία, μιμούμενο με ακρίβεια
τα κορίτσια στο πρώτο ραντεβού τους· — δεν το ’πα στα κορίτσια
μη και θυμώσουν με όλα τα πουλιά· παρότι πολύ το λαχταρούσα
ν’ ανακοινώσω αυτή την ανακάλυψή μου, ή κι αποκάλυψη μπορείς να πεις —γιατί όχι;—
έτσι πίστευα τότε (ίσως και τώρα·) — κάτι τέτοια ασήμαντα πράγματα
φτιάχνουν καμιά φορά το πρόσωπό μας και τον κόσμο, — έτσι δεν είναι;
That phrase, you don’t mean to grow up didn’t embitter me
anymore;
I even felt it as my privilege, my second vision, my secret
joy. At dawn I used to go out to the believable freshness of
the garden. I sat and looked at the birds for hours. Quite often
a sparrow would come and saunter in a funny way, mimicking
accurately the girls on their first date. I never said it to the girls
so they wouldn’t get angry with the birds, although I felt so
strongly to announce that discovery, revelation, you could say,
why not? I believed that back then (perhaps even now), some
insignificant things like these make up our faces and the world,
isn’t that right?