
Υπόσχεση
Kι υποσχεθήκαμε ποτέ να μην τον αρνηθούμε
ούτε μια νύχτα, ούτε μια μέρα ή μια στιγμή
μήτε κι ακόμα όταν μιλούσε στο δέντρο που μόλις
είχαν κόψει ή στα πανάρχαια φαντάσματα
που πέταγαν συχνά μες στην ψυχή μας.
Αστέρευτη η σιτοδεία βασίλισα της πείνας μας
αργά που εκύλησε η παιδική μας αθωότη σαν πάνω
στο υγρό καλντερίμι, και το μόνο που του ζητήσαμε
τη διδαχή να συνεχίσει και τ’ αρέσαμε που εδιαλέξαμε
θρύμματα να γίνουμε να μας φυσήξει ο αγέρας Του
στην αντιπέρα όχθη να περάσουμε. Τ’ αρέσαμε που
όλα τα περιφρονήσαμε ακόμα και το μυστήριο
της θυσία μας κι ο Υπεράνθρωπος εγέλασε κι είπε,
‘όλα καλά.’
Promise
And we promised never to deny Him not even
for a night or day, not for a single moment, even
when He spoke to the fallen tree or to those ancient
ghosts that often passed through our minds.
Endless famine of our race, queen of our bellies,
slowly crawled on wet cobblestones like our childish
innocence and we asked Him to continue His teaching
and He liked us because we chose to be scattered
into innumerable pieces that the wind may blow us
to the opposite shore. He liked us, because
we disdained everything even the secret for our
sacrifice. Übermensch smiled and said,
‘it was all good.’