Εκείνη δε ρωτούσε πια. Χαλάρωνε τα δάχτυλα της. Έστρεφα πίσω. Οι δυο μας, πρόσωπο με πρόσωπο. Το δροσερό μάγουλό της πάνω στο μάγουλό μου· κι όλο το χαμόγελό της — της το άρπαζα κι έτρεχα με κυνηγούσε ολόγυρα στο σιντριβάνι. Κάποια νύχτα μ’ έπιασε επ’ αυτοφώρω η μητέρα: «Με ποιόν κουβεντιάζεις;». «Κυνηγούσα τη γάτα μη φάει τα χρυσόψαρα», αποκρίθηκα. «Ανόητη», είπε η μητέρα· «δεν εννοείς να μεγαλώσεις». Κείνη τη στιγμή, όντως η γάτα τρίφτηκε στα πόδια μου. Ένα μεγάλο χρυσόψαρο τινάχτηκε έξω από το σιντριβάνι. Το άρπαξε η γάτα και κρύφτηκε μες στις τριανταφυλλιές. Φώναξα. Την κυνήγησα — (τρόμαξα μη μου φάει το ’να χέρι της σελήνης) — κι η μητέρα με πίστεψε.
But it wouldn’t ask me again; it would release its fingers
a bit; I’d turn around; we were face to face. Its fresh cheek
on my cheek and I’d take all its smile and run away;
the moon would chase me around the fountain.
One night mother caught me on the spot. Who you’re
talking to? I was chasing the cat away from the goldfish,
I answered, foolish, mother said, you’ll never grow up.
At that moment the cat indeed rubbed itself on my legs.
A big goldfish jumped out of the fountain. The cat
grabbed it and hid among the roses. I yelled. I chased
the cat. (I was afraid the cat would eat one hand of