
YANNIS RITSOS-POEMS, Selected Books, Volume III
Χρυσόθεμις//Chrysothemis
Εκείνη δε ρωτούσε πια. Χαλάρωνε τα δάχτυλα της. Έστρεφα πίσω.
Οι δυο μας, πρόσωπο με πρόσωπο. Το δροσερό μάγουλό της
πάνω στο μάγουλό μου· κι όλο το χαμόγελό της — της το άρπαζα κι έτρεχα
με κυνηγούσε ολόγυρα στο σιντριβάνι.
Κάποια νύχτα
μ’ έπιασε επ’ αυτοφώρω η μητέρα: «Με ποιόν κουβεντιάζεις;».
«Κυνηγούσα τη γάτα μη φάει τα χρυσόψαρα», αποκρίθηκα. «Ανόητη»,
είπε η μητέρα· «δεν εννοείς να μεγαλώσεις». Κείνη τη στιγμή,
όντως η γάτα τρίφτηκε στα πόδια μου. Ένα μεγάλο χρυσόψαρο
τινάχτηκε έξω από το σιντριβάνι. Το άρπαξε η γάτα
και κρύφτηκε μες στις τριανταφυλλιές. Φώναξα. Την κυνήγησα —
(τρόμαξα μη μου φάει το ’να χέρι της σελήνης) — κι η μητέρα με πίστεψε.
But it wouldn’t ask me again; it would release its fingers
a bit; I’d turn around; we were face to face. Its fresh cheek
on my cheek and I’d take all its smile and run away;
the moon would chase me around the fountain.
One night mother caught me on the spot. Who you’re
talking to? I was chasing the cat away from the goldfish,
I answered, foolish, mother said, you’ll never grow up.
At that moment the cat indeed rubbed itself on my legs.
A big goldfish jumped out of the fountain. The cat
grabbed it and hid among the roses. I yelled. I chased
the cat. (I was afraid the cat would eat one hand of
the moon) and mother believed me.