
Αδικαιολογήτως παρών
Σ’ ακούω και γράφω
με το ’να χέρι ανήμπορο και τ’ άλλο πεινασμένο
μ’ ένα σωρό τρελούς να με σηκώνουν στα χέρια
από αγάπη ή οργή πράγμα αδιάφορο
σ’ ένα σώμα δαρμένο και χιλιοφιλημένο η κατοικία μου
με τα πολλά μικρά παράθυρα απουσίας
και τη φθαρμένη σκεπή
θα μπορούσα να ζω αναπνέοντας τα συνήθη
ή να πεθαίνω κάθε φορά που απελευθερώνω πελαργούς
μα πώς να ζεις με ελάσσονα βαθμό δυσκολίας
στη νυχτερινή αναφορά των φαντασμάτων
αδικαιολογήτως παρών;
και το κορμί μου κρεμασμένο στο κενό
πώς να χρεωθεί τόση ανάγκη σε μια στιγμή ανυπαρξίας
αυτή η αδιαπραγμάτευτη εξουσία των ειδώλων
οι άλλοι μέσα μου οι ορεσίβιοι αντάρτες
να διαμαρτύρονται
για μια εξέγερση που πνίγηκε σε αφρώδη οίνο
και στων βουβώνων τους ιριδισμούς
σ’ ακούω κι αντιγράφω απ’ τους τοίχους
τα ωραία ασήμαντα
με κρυφακούς εντοπίζω τις ιδιοφωνίες
αναπνέω τα συνήθη
σ’ ακούω και γράφω λες και δε χόρτασα
λευκές…