Κι ακριβώς τη στιγμή που ’νιωθα να φαρδαίνουν τα πλευρά μου αδέσμευτα στη βαθύτερη ανάσα, ένας κόμπος με σταματούσε· — αυτός ο μικρός Εσταυρωμένος σκαμμένος στο στήθος μου, κι η γνώση πως θα γυρίσω πίσω· κι ήμουν κιόλας κει μέσα, εδώ μέσα στη θέση μου κάτω απ’ τη λάμπα, στο τραπέζι, κοιτάζοντας πίσω απ’ τα ποτήρια, πάνω απ’ τους ώμους σας κι απ’ την αδιάφορη ματιά σας έξω απ’ το μακρινό παράθυρο, προς τη διάφανη νύχτα όπου είχα δραπετεύσει για λίγο, απ’ όπου είχα επιστρέψει πιο θλιμμένη, γερασμένη και σαν ταπεινωμένη μέσα σε μια οργισμένη περηφάνια, να μετράω, να ελέγχω με τα δικά σας μέτρα τις κινήσεις μου — να κόβω πολύ προσεχτικά το ψωμί με το μεγάλο μαχαίρι χωρίς να χαρακώσω το τραπεζομάντιλο ή το ξύλο, χωρίς να γραντζουνίσω το μικρό σου δάχτυλο ούτε το δικό μου.
Θε μου, δεν την αντέχω αυτή την προσποίηση. Νιώθω κάθε χειρονομία μου ν’ αφήνει στο ταβάνι, στο πάτωμα, στον τοίχο ή πάνω στα έπιπλα έναν ίσκιο τεράστιο· ο ίσκιος πολλαπλασιάζεται, απλώνει, μεγεθύνεται απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, καθρεφτίζοντας όλες τις μυστικές, ενδόμυχες κινήσεις μου.
At the moment
when I felt my ribs, in a borderless expansion of a deep
breath, a lump in my throat stopped me: this little
crucified engrave in my breast, and the knowledge that
I’ll return; and I was already in there, in here in my position
under the light, on the table, looking behind the glasses,
over your shoulders and your vague glance, out that
distant window to the diaphanous night from which
I had escaped for a while, from which I had returned
more sorrowful, older, and humbled, with a furious
pride, to count, to check my movements based on
your criteria — to slice the bread with the knife carefully
without drawing lines on the tablecloth or the wood,
without scratching your fingers nor mine.
God I can’t endure this pretense. I feel that each
of my gestures leaves a huge shadow on the ceiling,
the floor, the wall, or on top of the furniture; the shadow
expands, spreads, multiplies moment by moment, reflecting
Είναι κάτι παράξενες στιγμές, μοναχικές, σχεδόν αστείες. Ένας άνθρωπος περπατάει μεσημεριάτικα φορώντας στο κεφάλι του μια καλαθούνα· το καλάθι του κρύβει ολάκερο το πρόσωπο σα να ’ναι ακέφαλος ή μεταμφιεσμένος μ’ ένα τεράστιο αόμματο, πολυόμματο κεφάλι. Ένας άλλος, καθώς σεργιανάει ρεμβαστικά στο σούρουπο, σκοντάφτει κάπου, βλαστημάει, γυρίζει πίσω, ψάχνει· — μια ελάχιστη πέτρα· τη σηκώνει· την ασπάζεται· τότε θυμάται να κοιτάξει ολόγυρά του· απομακρύνεται ένοχα. Μια γυναίκα χώνει το χέρι της στην τσέπη της· δε βρίσκει τίποτα· βγάζει το χέρι της, το υψώνει, το παρατηρεί προσεχτικά, σα χνοτισμένο από την πούδρα του άδειου.
There are certain strange lonely moments almost funny A
man
walks at midday having a huge basket on his head
the basket
hides his whole face as if he is headless or disguised
with an enormous eyeless plural-eyed head A different man
as he saunters romantically in the dusk stumbles on something
curses
turns back searches – a very small stone he picks it up
he kisses it then
he remembers to look around him he leaves as if guilty
A woman
slips her hand in her pocket she doesn’t find anything
takes her hand out
raises it observes it carefully as if it was steamed up by