
ΦΑΙΔΡΑ/PHAEDRA
(Απόσπασμα-Excerpt XV)
Άλλοτε πάλι
πεσμένος κατάχαμα, μπρουμυτισμένος, να ψάχνεις κάτω απ’ τις ντουλάπες,
βαθύς, ανήσυχος, διεισδυτικός σα να ’κανες έρωτα.
Κι ήμουν
εγώ το πάτωμα που πάνω του ριχνόσουν, και σ’ ένιωθα εντός μου
ενώ, ταυτόχρονα, ορθή, παρατηρούσα την κάθε κίνησή σου
εγγράφοντάς την στην αφή μου και στη γεύση μου. Δε βρήκαμε, βέβαια, την αλυσίδα —
αυτήν που την φορώ τις νύχτες στην κλίνη μου σαν λείπει ο Θησέας,
αυτήν που την σφίγγω στο στήθος μου.
Δε βλέπεις
τα χνάρια της, κρίκο τον κρίκο, χαραγμένα στη σάρκα μου; —
κι ένας μικρός Εσταυρωμένος, σκαμμένος
ανάμεσα στα στήθη μου, — θαρρώ, αν τον φιλούσες
θ’ ανασταινόταν πράγματι· παρότι
το ’χω καλά μαθημένο: η ανάσταση δεν είναι
παρά μια πράξη μοναχική της απάρνησης, κι όχι
μια πράξη της ένωσης.
Other times
on your knees, or lying face down, you searched under
the closets, concentrated, focused as if making love.
And I was
the floor on which you fell and I felt you inside me
while at the same time, standing I observe each of your
movement, engraving it in my touch and taste. We, of course,
didn’t find the chain, I have it on every night in bed, when
Theseus isn’t there, and I hold it tight on my chest.
Don’t you see
its marks, link after link, incised in my flesh? And the
crucified, dug between my breasts, I believe that
if you kiss it, the crucified will truly resurrect; although
I’ve learned it well, resurrection isn’t but a lone act
of denial, and not an act of unification.