
Χορευτής
Ο χορευτής εκτινάχθηκε σαν ελατήριο, υπέροχες
γραμμές ζωγράφισε στο κενό σαν να μάθαινε το νόημα
του σ’ αγαπώ. Το άγαλμα έμεινε ακίνητο, να εκτιναχθεί
ήταν αδύνατο μέσα στη μαρμαρένια φορεσιά του, οι επαίτες
είπαν γνώριζαν όλες της πόλης τις γωνιές, τους σοβάδες
και τους τσιμεντόλιθους, η έλλειψη συμπόνιας ήταν κιόλας
αισθητή απ’ το πέταγμα των περιστεριών ενώ παιδάκια
δίδασκαν τους δασκάλους τους σχοινάκι, παραμυθάκια
που έμαθαν στο πρόγραμμα τηλεόρασης, του Αισώπου μύθους
ξαναειπωμένους, ανακυκλωμένους, ξαναχρησιμοποιημένους,
λέξεις που είχαν αξιολογηθεί απ’τα πανάρχαια χρόνια.
Τα μάτια των παιδιών μάρτυρες μύθων που ακόμα
δεν είχε διηγηθεί κανείς κι ο χορευτής εκτινάχθηκε
και σαν ελατήριο στο κενό επέγραψε το σ’ αγαπώ.
Κάποτε μου είπε κάποιος ν’ αγαπώ και τελικά κατάλαβα
πως κληρονόμησα τη στάχτη.
~Μου αρέσουν αυτοί που επιθυμούν την ύπαρξή τους
και πάντα τη δωρίζουν.
Dancer
The dancer recoiled his body like a spring and inscribed
beautiful lines in the void as if teaching it the meaning
of love. The statue remained motionless, impossible
to recoil in its marble robe. Beggars knew every corner
of the big city, the bricks and mortar, lack of compassion
was already felt from the flight path of the pigeons while
children taught their teachers to skip rope and fairy-tales
they learned on TV: Aesop’s fables retold, reused, recycled,
words re-evaluated. Eyes of the children witnesses of myths
not yet narrated and the dancer recoiled his body like a spring
that inscribed the beautiful line: I love you. Once I was told
to love and finally it came to me that misery was all
I had inherited.
I like those who like their lives and they always give it
away as a gift.