
ΑΝΩΜΑΛΑ ΠΑΘΗ
Κάποτε θα θυμηθώ κάτι τόσο ωραίο, θα `ναι φθινόπωρο σ’
εκείνη τη μικρή πάροδο με τα υαλοπωλεία, εκεί που, όταν ξεπέσα-
με, ο πατέρας πουλούσε ονειροκρίτες — από τότε δεν ξαναβγήκα απ’
τ’ όνειρο κι όμως κρύωνα, αλλά μπορούσα τουλάχιστο να παραδοθώ
στ’ανώμαλα πάθη μου: τη μελαγχολία ή το συνωστισμό — γιατί,
ας είμαστε ειλικρινείς, εγώ κανένανν ποτέ δεν αγάπησα κι αυτό το
τρυφερό βλέμμα μου ήταν για εντελώς ιδιωτική χρήση
σαν την αθανασία των ποιητών.
PERVERTED PASSION
Someday I’ll remember of something so nice; it’ll be
autumn in that narrow side-street with the glass shops where
father sold dream books after he went bankrupt — since then
I never got out of the dream although I was cold; at least I could
fall back onto my perverted passion: melancholy or crowding;
because, let’s be honest, I never loved anybody and this tender
glance of mine was just for personal use
like the immortality of the poets.